-
1 συμ-πλανάομαι
συμ-πλανάομαι, mit, zugleich, zusammen umherirren, umherschweifen, ταῖς ἀγνοίαις τῶν συγγραφέων Pol. 3, 21, 10.
1 συμ-πλανάομαι
συμ-πλανάομαι, mit, zugleich, zusammen umherirren, umherschweifen, ταῖς ἀγνοίαις τῶν συγγραφέων Pol. 3, 21, 10.